- βαρύτης
- ο хим. барит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρύτης — weight fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτήτων — βαρύτης weight fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτησι — βαρύτης weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτησιν — βαρύτης weight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητα — βαρύτης weight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητας — βαρύτης weight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητες — βαρύτης weight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητι — βαρύτης weight fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτητος — βαρύτης weight fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тягота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. βάρος) тягость, бремя; значительность; важность,… … Словарь церковнославянского языка
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek